- λευκάνθεμον
- το бот. нивяник обыкновенный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λευκάνθεμον — white flower neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκανθέμου — λευκάνθεμον white flower neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκάνθεμο — Ονομασία διαφόρων άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών. Βλ. λ. μαργαρίτα. * * * το (Α λευκάνθεμον) βοτ. ονομασία διαφόρων φυτικών ειδών τού αρχαίου γένους ανθεμίς, που, σύμφωνα με τη σημερινή κατάταξη, ανήκουν στην οικογένεια σύνθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λευκανθεμίς — λευκανθεμίς, ίδος, ἡ (Α) [λευκάνθεμον] το λευκάνθεμο … Dictionary of Greek